961 μ.Χ.: Ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθερώνει την Κρήτη από τους Σαρακηνούς

Από τα πανάρχαια χρόνια, η στρατηγική θέση της Κρήτης στη Μεσόγειο, την έκανε μήλο της έριδος για πολλούς λαούς, πολιτισμένους και βάρβαρους.

Όλοι αυτοί όμως, δεν μπόρεσαν να επιφέρουν καμία αλλοίωση στην εθνική, γλωσσική, ηθική και θρησκευτική συνείδηση ούτε και στον εθνολογικό και φυλετικό της χαρακτήρα.

«Ουδείς ελληνικός χώρος έχει συνεχή ιστορίαν πέντε χιλιάδων ετών ως η Κρήτη», γράφει ο Ν. Β. Τωμαδάκης, ενώ ο Άρης Πουλιανός τονίζει: «Χωρίς την Κρήτη δεν θα είχαμε τις χρυσές Μυκήνες, ούτε την κλασική Ελλάδα».

Μια από τις πλέον σκοτεινές περιόδους της Κρήτης, ήταν η κατάκτησή της από τους Άραβες (Σαρακηνούς), που διήρκησε από το 828 ως το 961, οπότε η Μεγαλόνησος απελευθερώθηκε από τις βυζαντινές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Νικηφόρο Φωκά. Με αυτή την περίοδο, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.

Η Κρήτη πριν την κατάκτηση

Μετά τον οριστικό χωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Δυτικό και Ανατολικό, η Κρήτη υπαγόταν στη διοικητική περιφέρεια του Ιλλυρικού στο Ανατολικό κράτος. Αργότερα, εμφανίζεται ως ανεξάρτητη επαρχία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, έπειτα σαν ανεξάρτητη διοικητική περιφέρεια και κατά τον 8ο αιώνα, γίνεται ξεχωριστό θέμα, το θέμα της Κρήτης. Εναντίον της Μεγαλονήσου, έγιναν πολλές επιδρομές από βαρβαρικούς λαούς. Το 623, Σλάβοι πειρατές λεηλάτησαν μερικές περιοχές αλλά δεν εγκαταστάθηκαν μόνιμα σ’ αυτή. Γύρω στο 650-651, έγινε η πρώτη επίθεση των Σαρακηνών εναντίον της Κρήτης από τον Μωαβιά. Το 673-674, οι Άραβες ναύαρχοι Αβδελάς και και Φαιδαλάς, επέδραμαν εναντίον της Κρήτης και ίσως κατέλαβαν προσωρινά κάποια μέρη της. Νέα επιδρομή έγινε μεταξύ 705 και 715, οπότε οι Άραβες πολιόρκησαν το ισχυρό οχυρό του «Δριμέως». Κατά τη διάρκεια των ετών 786-808, 814-815, 818-819 και 822-825, οι Σαρακηνοί έκαναν επιδρομές εναντίον όλων των χωρών της ανατολικής Μεσογείου και κυρίως εναντίον των ελληνικών νησιών και των παραλίων του Αιγαίου.

Το 827, ξεκίνησαν τις προσπάθειά τους για οριστική κατάληψη της Μεγαλονήσου.

Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς

Οι Άραβες που κατέκτησαν την Κρήτη, είχαν κυριεύσει την Ανδαλουσία της Ισπανίας, όπου παρέμειναν περίπου οκτώ αιώνες (711-1492) Οι περισσότερες απ’ αυτούς προέρχονταν από εξισλαμισμό και ορισμένοι μάλιστα ήταν χριστιανοί. Οι «γνήσιοι» μουσουλμάνοι τους ονόμαζαν Μοζάραβες.

Διωγμένοι από την Ισπανία μετά από μια επανάσταση, το 814, κατέφυγαν στην Αίγυπτο (περίπου 15.000) και άλλοι στο Μαρόκο. Σταδιακά, επωφελούμενοι από εσωτερικές ταραχές στην Αίγυπτο, κατόρθωσαν το 816 να εγκατασταθούν στην Αλεξάνδρεια.
Την ίδια εποχή, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνταρασσόταν από την Εικονομαχία (726-843). Η επανάσταση του Θωμά του Σλάβου (821-823) εναντίον του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ του Τραυλού, έβλαψε την αυτοκρατορία και κατέστρεψε τον στόλο του θέματος των Κιβυρραιωτών, με αποτέλεσμα να επωφεληθούν οι Σαρακηνοί και να καταλάβουν την Κρήτη και τη Σικελία. Το 827, οι Σαρακηνοί της Αλεξάνδρειας διώχτηκαν από τον στρατηγό Αμπντ Αλλάχ – Ιμπν – Τάχιρ και κινήθηκαν προς την Κρήτη.
Ο πιθανότερος τόπος της απόβασής τους, ήταν ο Κόλπος της Μεσαράς (των Ματάλων) κοντά στο ακρωτήριο Λίθινον που λεγόταν «Χάραξ» από τους Βυζαντινούς (Γ.Α. Σήφακας – Ν.Μ. Παναγιωτάκης). Αρχηγός των Σαρακηνών, που είχαν 40 πλοία, ήταν ο λεγόμενος Απόχαψης ο Κρητικός. Αρχικά κατέλαβαν ένα φρούριο και στη συνέχεια έχτισαν μια πόλη που την προστάτευε ένα ισχυρό οχυρό φρούριο, περιτριγυρισμένο από βαθιά και πλατιά τάφρο. Η πόλη αυτή, ονομάστηκε al-Khandak ή Chandax (Χάνδαξ). Πρόκειται για το σημερινό Ηράκλειο. Από εκεί εξορμώντας, οι Σαρακηνοί μέσα σε διάστημα ενός περίπου χρόνου, κατέλαβαν ολόκληρο το νησί, εκτός από τις πόλεις Γορτύνη και Κυδωνία (κατά τον Γ. Φραντζή). Ο Β. Καλαϊτζάκης, θεωρεί ότι ούτε οι ορεινές περιοχές του Ψηλορείτη, της Δίκτης και των Λευκών Ορέων υποτάχτηκαν στους Σαρακηνούς. Όταν κατέλαβαν την Κρήτη, οι Σαρακηνοί πίεσαν τους κατοίκους της, να γίνουν μωαμεθανοί. Πολλές γυναίκες εξαναγκάστηκαν να παντρευτούν Σαρακηνούς.
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο μας, στα χρόνια που η Κρήτη βρισκόταν κάτω από αραβική κατοχή, υπήρχαν στο νησί πολλοί κρυπτοχριστιανοί.

Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται για πρώτη φορά στη Μεγαλόνησο. Παράλληλα, πολλοί κάτοικοι ορεινών περιοχών της Κρήτης, διατήρησαν την χριστιανική τους πίστη.

Η Κρήτη κάτω από αραβική κατοχή

Μετά την κατάκτηση όλης σχεδόν της Κρήτης, στα μέσα του 828, οι Σαρακηνοί ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους με Άραβες από την Ισπανία και τη Β. Αφρική. Κατασκεύασαν επίσης ελαφρό και ταχύτατο στόλο και έκαναν την Κρήτη ληστοπειρατικό ορμητήριο κατά των κατοίκων των νησιών και των παραλίων του αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.

Θα αναφέρουμε μόνο τον φοβερό Λέοντα τον Τριπολίτη, ο οποίος έχοντας ως πληρώματα στα πλοία του Αιθίοπες και όχι αρνησίθρησκους χριστιανούς όπως γινόταν ως τότε, κατάφερε να καταλάβει και να καταστρέψει τη Θεσσαλονίκη (904).

Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Νάξο κι από εκεί στο χάνδακα (Ηράκλειο). Η καταμέτρησή τους, έδειξε ότι ήταν 22.000 (κατ’ άλλους 30.000), ενώ πολλοί ακόμα είχαν σφαγιαστεί ή είχαν πεθάνει από τις κακουχίες…

Οι Βυζαντινοί, στα 134 χρόνια που διήρκησε η κατοχή της Κρήτης από τους Σαρακηνούς, έκαναν πολλές προσπάθειες για να την ανακαταλάβουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Θα αναφερθούμε σε μία από αυτές, που έγινε στις αρχές της αραβικής κυριαρχίας στην Κρήτη.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β’, ανέθεσε στον στρατηγό του θέματος των Κιβυρραιωτών Κρατερό, την αρχηγία μεγάλης εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης. Ο Κρατερός, με στόλο από 70 πλοία και πολυάριθμο στρατό, αποβιβάστηκε στον όρμο ανατολικά του Χάνδακα (Ηρακλείου), χωρίς να συναντήσει αντίσταση.

Εκεί, δόθηκε μεγάλη μάχη που κράτησε μια ολόκληρη ημέρα. Οι Βυζαντινοί ως το βράδυ, νίκησαν τους Άραβες και τους έτρεψαν σε φυγή. Δεν επωφελήθηκαν όμως από τη νίκη τους αυτή, για να αποτελειώσουν τους Αγαρηνούς. Στρατοπέδευσαν κοντά στον Αμνισό ποταμό και οι στρατιώτες παραδόθηκαν σε νυκτερινή κραιπάλη και διασκέδαση για να πανηγυρίσουν τη νίκη τους, χωρίς να λάβουν στοιχειώδη μέτρα προστασίας. Οι Άραβες ανασυντάχθηκαν και επιτέθηκαν μέσα στη νύχτα εναντίον του αφύλακτου στρατοπέδου, όπου κατέσφαξαν τους Βυζαντινούς που διασκέδαζαν, αναπαύονταν ή κοιμόταν. Ο Κρατερός σώθηκε ανεβαίνοντας σ’ ένα πλοίο, αλλά οι Άραβες τον κυνήγησαν και τον έπιασαν κοντά στην Κω, όπου και τον κρέμασαν. Σε ανάμνηση των τραγικών αυτών γεγονότων, ο ποταμός Αμνισός πήρε την ονομασία Κρατερός ή Καρτερός.

Η απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά

Το 949 (ή το 956 σύμφωνα με άλλες πηγές), οι Βυζαντινοί με επικεφαλής τον πατρίκιο Γογγύλη, επιχείρησαν να ανακαταλάβουν την Κρήτη, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Νικηφόρος Φωκάς

Το 959, ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’. Εκείνη την εποχή, οι Άραβες είχαν έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους και ήταν διασπασμένοι. Οι Βυζαντινοί, είχαν ικανότατους στρατιωτικούς, όπως τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, τον μετέπειτα αυτοκράτορα και τον αδελφό του Λέοντα. Ο Νικηφόρος Φωκάς, είχε συντρίψει τους Άραβες του Χαλεπίου, της Μοσούλης, της Ταρσού και της Τρίπολης (της Λιβύης). Ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βρίγγας, πρότεινε στον Ρωμανό να πραγματοποιηθεί μεγάλη εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κρήτης με επικεφαλής τον Νικηφόρο Φωκά.

Μετά από πολλές συζητήσεις, αποφασίστηκε η εκστρατεία να πραγματοποιηθεί. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν ήταν πρωτοφανείς.

Ο στόλος απαρτιζόταν από 3.307 πλοία, από τα οποία τα 2.000 ήταν χελάνδια, δηλαδή μεγάλα και γρήγορα πολεμικά καράβια, με δύο σειρές κουπιά και από τις δύο πλευρές, με 150-200 κωπηλάτες το καθένα και ήταν εφοδιασμένα με το φοβερό υγρό πυρ.

Χίλια καράβια ήταν δρόμωνες, μεγάλα και γρήγορα πολεμικά καράβια που μετέφεραν το πεζικό και το ιππικό και, τέλος, 307 ήταν “καράβια καματηρά”, φορτηγά δηλαδή πλοία που μετέφεραν τις τροφές, τα πολεμικά υλικά, τις πολιορκητικές μηχανές κλπ.

Χελάνδιον

Αρχηγός του στόλου ήταν ο Μέγας δρουγγάριος Μιχαήλ. Οι στρατιώτες ήταν 72.000 πεζοί και 5.000 ιππείς. Ανάμεσά τους και πολλοί μισθοφόροι Ρώσοι, Βάραγγοι, Φάργανοι, Σλάβοι και άλλοι.

Στα τέλη του Ιουνίου ή στις αρχές Ιουλίου του 960, ο στόλος απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη και κατέπλευσε στα Φύγελα της Λυδίας, απέναντι από τη Σάμο, για να συνενωθεί με τον στρατό των θεμάτων της Ασίας. Από εκεί έστειλαν κατασκόπους για να μάθουν την κατάσταση που βρισκόταν οι Σαρακηνοί.

Όταν αυτοί επέστρεψαν, ενημέρωσαν τον Νικηφόρο Φωκά ότι ο αμιράς (ηγεμόνας) της Κρήτης, Κουρούπης ή Κουρούπας και οι περισσότεροι Άραβες προύχοντες του Χάνδακα ζούσαν αμέριμνοι στις πολυτελείς τους επαύλεις. Αντίθετα ο λαός των Σαρακηνών, όταν πληροφορήθηκε για επικείμενη βυζαντινή επίθεση, πανικοβλήθηκε αλλά άρχισε να προετοιμάζει την άμυνά του.

Όταν πήρε τις πληροφορίες που ήθελε, ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκίνησε από τα Φύγελα και μέσω της Ίου έφτασε στη Δία (ή Ντία), νησίδα κοντά στο Ηράκλειο. Δύο καρπαθιώτικα πλοία τον οδήγησαν με ασφάλεια στην Κρήτη.

Στα τέλη του Ιουλίου του 960, αποβίβασε το στρατό του στα βόρεια παράλια της Κρήτης, πιθανότατα δυτικά του Χάνδακα, στον Αλμυρό ποταμό.

Ηράκλειο

Οι Σαρακηνοί φαίνεται ότι τους περίμεναν αποφασισμένοι να τους αποκρούσουν. Ωστόσο, ο Φωκάς χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη και κατάφερε να τους συντρίψει. Αιχμαλώτισε πολλούς και κατέσφαξε αρκετούς ακόμα. Οι υπόλοιποι έτρεξαν να προστατευτούν μέσα στον Χάνδακα.

Ο Άραβας αμιράς ζήτησε βοήθεια από τους μουσουλμάνους της Αφρικής και της Ισπανίας. Δεν πήρε όμως ποτέ ενισχύσεις.

Ο Νικηφόρος Φωκάς αφού φρόντισε να στείλει καράβια να περιπολούν γύρω από την Κρήτη για να εμποδίσουν οποιαδήποτε βοήθεια ερχόταν προς τους Σαρακηνούς, ίδρυσε προσωρινό στρατόπεδο κοντά στον Αλμυρό ποταμό και ναύσταθμο για τον ελλιμενισμό των πλοίων.

Έπειτα προσποιήθηκε ότι θα αποχωρήσει και διέταξε τους στρατιώτες του να κάψουν και να καταστρέψουν τους κήπους, τα αμπέλια και τα δέντρα έξω από τον Χάνδακα.

Οι πολιορκημένοι σαρακηνοί συνεννοήθηκαν με τους ομόφυλούς τους έξω από το κάστρο και αποφάσισαν να επιτεθούν αιφνιδιαστικά εναντίον των Βυζαντινών. Συγκεντρώθηκαν 40.000 σε ένα γήλοφο και ήταν έτοιμοι για να αναλάβουν δράση. Ο Φωκάς το πληροφορήθηκε όμως από δύο αυτόμολος Κρητικούς και αιφνιδίασε εκείνος τους Σαρακηνούς τους οποίους και κατέσφαξε.

Έπειτα, έδωσε εντολή να κόψουν τα κεφάλια των σκοτωμένων και να τα μεταφέρουν στο στρατόπεδο, ορίζοντας σαν αμοιβή ένα αργύριο για κάθε κεφάλι που θα του έφερναν. Σε αυτό, πρωτοστάτησαν οι Αρμένιοι στρατιώτες. Κατόπιν, διέταξε να καρφώσουν τα περισσότερα από τα κεφάλια σε πασσάλους και δόρατα και να τα βάλουν μέσα στο τείχος που είχε φτιάξει γύρω από τον Χάνδακα, ενώ τα υπόλοιπα ρίχτηκαν με καταπέλτες μέσα στην πόλη. Παράλληλα, επιχείρησε έφοδο εναντίον του Χάνδακα.

Βλέποντας όλα αυτά, οι Σαρακηνοί ξέσπασαν σε κραυγές φρίκης και απόγνωσης. Δεν παραδόθηκαν όμως. Η πολιορκία συνεχίστηκε όλο τον χειμώνα του 960-961. Οι Βυζαντινοί είχαν να αντιμετωπίσουν το δριμύ ψύχος, τις πολλές βροχές και την έλλειψη ενδυμάτων και τροφών. Τελικά, με μεσολάβηση του Ιωσήφ Βρίγγα στάλθηκαν από την Κωνσταντινούπολη ρούχα και τρόφιμα και οι πολεμιστές ανέκτησαν τη μαχητική τους ικανότητα.

Οι σαρακηνοί επιχείρησαν όλο αυτό το διάστημα 7 αιματηρές εξόδους, χωρίς αποτέλεσμα. Οι σαρακηνοί της ενδοχώρας, με επικεφαλής τον εξομώτη Κρητικό Καραμουτη, με 10.000 άνδρες, επιτέθηκαν εναντίον των Βυζαντινών που τους νίκησαν αρχικά. Όταν όμως σκοτώθηκε ο αρχηγός τους, στρατηγός Νικηφόρος Παστιλάς, τράπηκαν σε φυγή.

Τότε ανέλαβε δράση ο Νικηφόρος Φωκάς που συνέτριψε τον στρατό του Καραμούντη που κατάφερε να σωθεί. Έπειτα ο Φωκάς αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική επίθεση εναντίον του Χάνδακα. Διέταξε να σκάψουν έναν υπόνομο κάτω από το τείχος και να τον γεμίσουν με εύφλεκτες ύλες.

Στις 7 Μαρτίου του 961, έβαλαν φωτιά στις εύφλεκτες ύλες και το τμήμα του τείχους που έχει υπονομευτεί κατέρρευσε εντελώς. Οι Βυζαντινοί μπήκαν μέσα στον Χάνδακα και παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Σαρακηνών κατέλαβαν την πόλη. Άρχισαν να σφάζουν χωρίς διάκριση όλους τους Σαρακηνούς.

Ο Νικηφόρος Φωκάς έδωσε αυστηρές εντολές να μη σκοτωθούν οι άοπλοι και όσοι Σαρακηνοί παραδίδουν τα όπλα. Παράλληλα διέταξε τους στρατιώτες να μην έρχονται σε επαφή με τις γυναίκες των Σαρακηνών.

Ο Άραβας ιστορικός Nuwari γράφει ότι 200.000 Σαρακηνοί σκοτώθηκαν και άλλοι 200.000 αιχμαλωτίστηκαν τότε, αριθμοί υπερβολικοί, ενώ οι Yakut και Ibn Khaldun γράφουν πως 300 πλοία με λάφυρα και αιχμαλώτους έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Φωκάς δώρισε πολλά λάφυρα στα μοναστήρια. Οι θύρες του ανακτόρου των αμιράδων της Κρήτης διακόσμησαν την Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας που ιδρύθηκε το 963 στο Άγιο Όρος από τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, φίλο του Νικηφόρου Φωκά.

Επίσης ο Νικηφόρος εγκατέστησε στην Κρήτη φρουρές από Έλληνες, Αρμένιους και άλλους για να αποφευχθεί νέα άλωση του νησιού. Στην Κρήτη, ο Φωκάς βρήκε μόνο 25.000 χριστιανούς. Χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες για να επανέλθει το θρησκευτικό φρόνημα των κατοίκων του νησιού, ενώ υπήρξαν και εκχριστιανισμοί Αράβων.

Αν ο Νικηφόρος Φωκάς δεν ελευθέρωνε την Κρήτη, πιθανότατα ο ελληνικός πληθυσμός της θα εξαφανιζόταν. Δίκαια λοιπόν το κατόρθωμα αυτό θεωρείται ένα από τα λαμπρότερα και σπουδαιότερα της βυζαντινής ιστορίας.
Πηγή: Βασίλης Ι. Καλαϊτζάκης, “Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί”, εκδόσεις ΡΩΝΤΑ, Αθήνα 1984.

Πηγή: protothema.gr

Related Post