Η… κραυγή του Αλέκου Συσσοβίτη

2016-10-17T10:25:08+00:00 2016-10-17T10:25:08+00:00.

Lefteris Moutis

17/Oct/16 10:25

Eurohoops.net

Ο Αλέκος Συσσοβίτης είναι μία γνωστή πλέον φυσιογνωμία στο χώρο του θεάματος. Έχει διανύσει μία εικοσαετία θεατρικών παραστάσεων, ταινιών και τηλεοπτικών σίριαλ, και έχει αγαπηθεί από τον κόσμο τόσο για το ταλέντο, όσο και για τον χαρακτήρα του

Ο Αλέκος Συσσοβίτης είναι μία γνωστή πλέον φυσιογνωμία στο χώρο του θεάματος. Έχει διανύσει μία εικοσαετία θεατρικών παραστάσεων, ταινιών και τηλεοπτικών σίριαλ, και έχει αγαπηθεί από τον κόσμο τόσο για το ταλέντο, όσο και για τον χαρακτήρα του. Ο ξεχωριστός αυτός Θεσσαλονικιός ήρθε πριν από χρόνια στην Αθήνα για να κυνηγήσει τα όνειρά του, και σήμερα τα βλέπει να παίρνουν σάρκα και οστά… Βρέθηκα με τον Αλέκο στο ατμοσφαιρικό Faust, και μιλήσαμε για τα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής του: πώς ξεκίνησε την υποκριτική, με ποιες δουλειές εδραιώθηκε, τι στάση κρατάει ο ίδιος στις σχέσεις του, γιατί δεν έφυγε στο εξωτερικό και γιατί λατρεύει την Αθήνα.

Φέτος το φθινόπωρο ο Αλέκος Συσσοβίτης παίζει στην παράσταση «Κραυγή» στη σκηνή του Faust. «Το έργο το έχει επιλέξει ο Αντώνης Περιστεράκος, συνεργάτης μου και συνέταιρός μου στο μαγαζί», λέει ο ίδιος. «Ο Αντώνης ασχολείται με τα θεωρητικά, μεταφράζει και γράφει. Συνήθως τις επιλογές τις κάνουμε παρέα, και ο καθένας προτείνει τα δικά του. Πάντα, όμως, διαλέγουμε ένα έργο που να έχει να πει κάτι για την εποχή μας και που να μπορεί να αγγίξει τον κόσμο στην ψυχή. Το φετινό έργο έχει ένα σημαντικό θέμα: αν οι άνθρωποι επηρεαζόμαστε και πως από το παρελθόν μας, πως αυτό μας καταβάλλει και επισκιάζει τον χαρακτήρα και την πορεία μας και πως μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτό ή όχι. Με λίγα λόγια αν τελικά αλλάζουμε ως άνθρωποι ή αν μένουμε ίδιοι».

Ο ίδιος αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες για το έργο: «Ο Τένεσι Ουίλιαμς βάζει δύο ανθρώπους στο προσωπικό έργο του, “Κραυγή”, το οποίο έγραφε για δέκα ολόκληρα χρόνια: τον εαυτό του και την αδερφή του, οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα της ηθοποιίας. Οι δυο τους βρίσκονται σε μια περίοδο décadence, πάνω στην καμπή τους, κάπου στην επαρχία, σε ένα περιφερειακό θέατρο άχρηστο, όπου τους εγκαταλείπει ο θίασος, και αναγκάζονται να ανεβάσουν μόνοι τους την παράσταση. Σ’ αυτή τους την προσπάθεια θα παίξουν την προσωπική τους ιστορία. Κατά τη διάρκεια της παράστασης όμως, βουτούν τόσο βαθιά στο παρελθόν τους, που εν τέλει συγχέονται τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και θεάτρου.

»Άρα είναι ένα θέατρο εν θεάτρω, που γίνεται τόσο προσωπικό και βιωματικό, έτσι ώστε ο θεατής να βλέπει μπροστά του δύο ανθρώπους να προσποιούνται την ιστορία τους και να τη ζουν παράλληλα. Εκεί είναι το τραγικό, αλλά και το κωμικό της υπόθεσης. Πολλές φορές, άλλωστε, γελάμε με την τραγικότητα των άλλων, γιατί όταν είμαστε εκ του ασφαλούς και βλέπουμε τα πάθη των ανθρώπων, ξέρουμε και εμείς δυνάμει ότι θα μπορούσαμε να πάθουμε τα ίδια. Το έργο εν γένει προτάσσει την αγάπη μας για τον συνάνθρωπο. Την σκηνοθεσία ανέλαβε η Έλλη Παπακωνσταντίνου, ενώ στο πλευρό μου έχω την τιμή να βρίσκεται η Μάνια Παπαδημητρίου».

Στην ερώτηση για το αν ξεχωρίζει κάποιο μέσο στη δουλειά του, ο Αλέκος ήταν αρκετά σαφής: «Με τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι ηθοποιοί προτιμούμε το θέατρο, και εξ ανάγκης, για βιοποριστικούς λόγους, αλλά και επειδή έχει τελειώσει η τηλεόραση και ο κινηματογράφος. Η τηλεόραση επανέρχεται με έναν ρυθμό, σιγά σιγά, αλλά δεν μπορεί να συντηρηθεί κανείς αποκλειστικά από εκεί και επίσης η ποιότητα στις μέρες μας είναι αμφίβολη, επειδή δεν υπάρχουν χρήματα να γίνουν σωστά οι δουλειές. Όσα σίριαλ και εκπομπές στιγμάτισαν την ελληνική τηλεόραση, έγιναν όταν υπήρχαν λεφτά. Το πιο ενδιαφέρον είναι να είσαι ποικίλος, είτε στον κινηματογράφο, είτε στο θέατρο. Αν είχα να διαλέξω ανάμεσα σ’ αυτά, θα διάλεγα το καλό έργο, είτε είναι δράμα, είτε κωμωδία».

Έπειτα, η κουβέντα πήγε μερικές στιγμές πίσω στον χρόνο, όπου ο Αλέκος θυμήθηκε την αρχή της καριέρας του… Το ’97, λοιπόν, ξεκίνησε την πορεία του στην ηθοποιία, κάτι που όπως μου εκμυστηρεύτηκε του προέκυψε, καθώς δεν το είχε καθόλου στο νου του. «Είμαι αυτοδίδακτος, και δεν έχω πάει σε κάποια σχολή», μου αποκαλύπτει ο ίδιος. «Έτυχε να ψάχνω έναν χαρακτήρα για μια ταινία, την “Ελεύθερη Κατάδυση”, σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Με βρήκαν, μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω την ταινία, συνεργάστηκα με σπουδαίους ανθρώπους, και η ταινία πήγε καλά στις αίθουσες. Μετά από αυτό μου έκανε πρόταση ο Γιάννης Κουβαρδάς, που είχε τότε το Θέατρο Αμόρε. Πήγα στο δοκιμαστικό, και τελικά τα κατάφερα, πήρα τον ρόλο, και ξεκινώντας από εκεί το σαράκι του θεάτρου με ρούφηξε». Παράλληλα όμως με τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική, ο Αλέκος ασχολούνταν με τις κατασκευές και επιμελήθηκε δύο σπίτια φίλων του στην Μύκονο, και ένα στην Αθήνα. «Ήταν μια δουλειά έντονη, απαιτητική και παράλληλα ένα χόμπι», μου είπε με μάτια γεμάτα αναμνήσεις. Αυτή τη στιγμή δεν ασχολείται αποκλειστικά με την ηθοποιία. Κάνει δύο δουλειές, μια και έχει το μπαρ.

Η πρώτη του μεγάλη δουλειά στην τηλεόραση ήταν η «”Αίθουσα του Θρόνου”, μία δραματική σειρά στο Mega, πολύ αξιόλογη, με πολλούς συντελεστές. Τότε ξεκινήσαμε μαζί με τη Μαρία Ναυπλιώτου και τη Μυρτώ Αλικάκη, στο πλευρό του Νίκου Ρίζου, του Αλέκου Αλεξανδράκη και άλλων», λέει ο Αλέκος. «Το “Είσαι το Ταίρι μου” ήταν η πρώτη μεγάλη κωμική σειρά στην οποία συμμετείχα. Πλέον, που παίζεται σε επανάληψη, παίρνουμε 5 ευρώ το επεισόδιο οι ηθοποιοί, αυτοί τουλάχιστον που είναι πρώτοι στους τίτλους. Οι υπόλοιποι ίσως παίρνουν και λιγότερα. Είναι η μοναδική χώρα στην οποία συμβαίνει αυτό. Και καλό θα ήταν να ξέρει ο κόσμος ότι από εκεί δεν βγάζουμε λεφτά».

Όσον αφορά το ενδεχόμενο να φύγει και να εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό, ο Αλέκος ήταν ειλικρινής, καθώς ήταν κάτι που τον απασχόλησε στο παρελθόν. «Η σκέψη για το εξωτερικό περνάει σε όλους. Όμως επειδή εκεί έξω είναι δύσκολα τα πράγματα και υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, για να πετύχει κανείς θέλει πολύ χρόνο, κόπο, χρήμα, θάρρος, υπομονή και επιμονή. Δεν μπορείς να βγεις εύκολα και να επιβιώσεις εκεί. Κάποιοι λίγοι τα καταφέρνουν ωστόσο. Για μένα ευτυχώς τα πράγματα πήγαν καλά εδώ, και είχαν ένα υπόβαθρο που δεν ήθελα να αφήσω, οπότε δεν μου ήταν εύκολο να πάω στο εξωτερικό, και εκτός των επαγγελματικών, και για προσωπικούς, οικογενειακούς λόγους».

Φεύγοντας όμως από τα λημέρια του κόσμου, η κουβέντα στράφηκε στην Αθήνα, την πόλη στην οποία έκανε τα πρώτα του βήματα, και στην οποία εδραιώθηκε… «Η Αθήνα μου αρέσει σε πολλά επίπεδα», λέει ο ίδιος. «Ενεργειακά, το κλίμα της ίσως είναι το καλύτερο από όλα τα μέρη που έχω επισκεφθεί στον κόσμο, και το φως της είναι καταπληκτικό. Η αισιοδοξία και η ελπίδα κατοικεί σε αυτό τον τόπο, γι’ αυτό και ιστορικά κατοικήθηκε από πολύ παλιά. Ακόμη, βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο που μπορείς να ταξιδέψεις στα περισσότερα μέρη της Ελλάδος, και δη στις Κυκλάδες, που είναι η μεγάλη μου αγάπη. Σε τρεις ώρες είσαι σε ένα πανέμορφο νησί του Αιγαίου, και σε δύο ώρες μπορείς να είσαι στο βουνό. Το μόνο που με χαλάει στο Λεκανοπέδιο είναι η άναρχη δόμηση, και το χαοτικό του κέντρου, αλλά επειδή έχει πολλές εναλλακτικές λύσεις και περιοχές για να επισκεφτείς, το αποδέχομαι και το απολαμβάνω. Είναι μία από τις λίγες μεγαλουπόλεις στον κόσμο που μπορείς να κολυμπήσεις μέσα στην πόλη. Κατεβαίνεις Άλιμο, και από την Γλυφάδα και μετά μπορείς να κάνεις εκ του ασφαλούς μπάνιο, μέσα στην πρωτεύουσα, όπου κατοικεί ο μισός πληθυσμός της χώρας. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ήθελα να παραμείνουν όλα τα νεοκλασικά του κέντρου και να μην είχαν γκρεμιστεί, όταν πάρθηκε η απόφαση με την αντιπαροχή, όπου κατέστρεψαν πανέμορφα κτίρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για να φτιάξουν πολυκατοικίες με μισό μέτρο μπαλκόνι».

Στη συνέχεια, ήθελα να ακούσω την άποψή του για την πληθώρα των θεατρικών παραστάσεων που ανεβαίνουν κάθε χρόνο στην Αθήνα. «Ο Έλληνας έχει παράδοση στο θέατρο, και εξαιτίας μιας ναρκισσιστικής διάθεσης, γιατί στον Έλληνα του αρέσει να φαίνεται, έχει αναπτυχθεί το θέατρο στην πρωτεύουσα», σύμφωνα με τον Αλέκο. «Είμαστε η πόλη με τον μεγαλύτερο αριθμό θεάτρων στον κόσμο. Έχουμε περισσότερες θεατρικές σκηνές και από το Λονδίνο. Μέσα από αυτόν τον μεγάλο σε προσφορά αριθμό σκηνών, δημιουργείται ο ανταγωνισμός, ο οποίος δεν μπορεί να επιφέρει μόνο ένα κακό αποτέλεσμα, αλλά θα φέρει και κάτι καλό. Η αλήθεια είναι ότι παίζονται ωραίες παραστάσεις στην Αθήνα, με καλούς ηθοποιούς, κάτι που παραδέχονται και άνθρωποι από το εξωτερικό, που ταξιδεύουν σε πολλά καλλιτεχνικά κέντρα της οικουμένης. Έχουμε ένα υψηλό κριτήριο στην υποκριτική αναμφίβολα».

Σημαντική στιγμή στη ζωή του ήταν όταν αποφάσισε να φύγει από την Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Ήταν μία σοβαρή απόφαση που θα τα άλλαζε όλα συθέμελα και η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να εξελιχθεί. Οπότε έκανε την δική του «προσωπική επανάσταση», πάντα όμως έχοντας την υποστήριξη των δικών του, και κατέβηκε στην πρωτεύουσα για να χαράξει τον δικό του δρόμο. «Συνέβη αυτό, και είμαι ευγνώμων», μου είπε ο ίδιος. Αν είχε κάποια μαγική ιδιότητα θα ήθελε να πετάει, ίσως, όπως μου εξήγησε, επειδή φοβάται τα ύψη. Είναι κάτι μάλιστα που το βλέπει συχνά στα όνειρά του. Ωστόσο, δεν έχει θέμα με τα βάθη, και κάνει συχνά καταδύσεις, ένα ταλέντο που έχει χρησιμοποιήσει και σε ταινίες όπου έχει παίξει.

Για το τέλος άφησα τον τομέα των σχέσεων, και ήμουν πολύ περίεργος να ακούσω τις απόψεις ενός ανθρώπου που έχει φιλοσοφήσει τη ζωή, έχει κατασταλάξει σαν χαρακτήρας και διαθέτει ώριμη σκέψη. «Είναι στη φύση μας να έχουμε ελαττώματα», μου είπε χαμογελώντας. «Δεν είμαι ιδιαίτερα ζηλιάρης, και το αντιμετωπίζω ψύχραιμα, αλλά είμαι δύσκολος στις σχέσεις γενικά. Όλα βέβαια εξαρτώνται από την περίοδο που σου συμβαίνει κάτι στα αισθηματικά. Μπορεί για παράδειγμα να βρίσκεσαι σε μία πολύ ευαίσθητη περίοδο και πραγματικά να είσαι ζηλιάρης, γιατί ο άλλος κερδίζει αυτό που εσύ ποθείς… Τώρα, για να κερατώσει κανείς πρέπει να χρησιμοποιήσει το ψέμα και να είναι αδιάφορος για το άλλο πρόσωπο. Και επίσης είναι παράλογο να απαιτείς κάτι από τον άλλον που εσύ δεν θα ήθελες να σου επιβάλλουν ποτέ. Δηλαδή δεν μπορείς να απαιτείς από τον άλλον να μη σου λέει ψέματα, τη στιγμή που εσύ του λες… Αυτό που θα πρέπει να θυμόμαστε σε γενικές γραμμές είναι ότι όλα ξεκινούν από εμάς και καταλήγουν σ’ εμάς. Όταν είμαστε μικροί είμαστε παρορμητικοί και εγωιστές, και δεν συγχωρούμε εύκολα, όμως όταν μεγαλώνουμε τα πράγματα είναι διαφορετικά», μου είπε με απόλυτη ειλικρίνεια και σιγουριά στις θέσεις του. Όμως, δεν θα μπορούσα να μη τον ρωτήσω τι θέση έχει ο έρωτας στη ζωή του, και ο ίδιος μου είπε ότι «χωρίς ύπνο δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, ούτε χωρίς φαγητό, ενώ χωρίς σεξ μπορεί».

Και κάπως έτσι, αφού θυμηθήκαμε παλιά και νέα γεγονότα, και αφού αποκρυσταλλώσαμε τη ζωή μέσα σε λίγες κουβέντες, η συνέντευξή μας έφτασε στο τέλος της. Λίγο μετά, ο Αλέκος ετοιμάστηκε για να ανέβει στη σκηνή του Faust. Τα φώτα χαμήλωσαν, τα βλέμματα του κόσμου στράφηκαν στη σκηνή, και το έργο ξεκίνησε…

Πηγή: Protothema.gr

×