Είναι πρωί Σαββάτου και ετοιμάζομαι να στείλω την τακτική μου ανάρτηση για την Παλιά Αθήνα.
«Πίσω πάλι τα ωρολόγια! Η «θερινή ώρα» εγκαταλείπεται. Αφού μας ανεστάτωσεν ένα μήνα τώρα, αφού μας έκαμε άλλην ώρα να βλέπουμε στα ωρολόγιά μας και άλλη να πιστεύουμε, αφού μας εχάλασε τις συνήθειές μας και μας υποχρέωσε να κοιμώμεθα με την παλιά ώρα, που ακολουθούν τα θέατρα, και να ξυπνούμε με τη νέα, που ακολουθούν τα γραφεία μας και τα καταστήματά μας, αφού, τέλος, μας έκανε άνω-κάτω, ξαναγυρίζουμε πάλι στα ίδια. Και έχει ο Θεός.
Μέσα στα αμέτρητα ψέμματα, που μας τριγυρίζουν, μόνο το ωρολόγι μας μάς έλεγε την αλήθεια. Δεν εννοούσε να χαρισθή σε κανένα.Άνθρωποι, που αγρυπνούσαν και περίμεναν με αγωνία να ξημερώση, μάταια εκύτταζαν το ωρολόγι τους, με την ελπίδα να τους πληροφορήση πως πλησιάζει η αυγή. Εκείνο εξακολουθούσε να τους λέη τη σκληρή αλήθεια.Άνθρωποι, που περίμεναν να φτάση γρήγορα μια γλυκειά ώρα, μάταια παρακαλούσαν το ωρολόγι τους να τρέξη σύμφωνα με τον πόθο της ψυχής των. Εκείνο μετρούσε τις στιγμές του, αναίσθητο σε παρακάλια και ικεσίες.
Άνθρωποι, που ποθούσαν από μια στιγμή να κάνουν μια αιωνιότητα, μάταια παρακαλούσαν το ωρολόγι τους ν’ αργήση να φτάση στην ώρα ενός σκληρού χωρισμού. Το ωρολόγι προχωρούσε με το σταθερό βήμα της αλήθειας, πιστό στις προσταγές των αιωνίων φυσικών νόμων.
Η ώρα ήταν ανώτερη από τις αδυναμίες, τα πάθη, τα συμφέροντα και τις πονηρίες των ανθρώπων. Και ήταν κάτι ιερό και αξιοσέβαστο.
Σιγά-σιγά, αφού βάλαμε χέρι σε όλα τα ιερά και αξιοσέβαστα, βάλαμε χέρι και στην ώρα. Και παίζουμε με τον αιώνιο χρόνο.
Ας λείψη τουλάχιστον η ειρωνεία των ωρολογίων. Ας σπάσουμε όλα τα ωρολόγια μας και ας έχη καθένας την ώρα που του αρέσει. Έτσι τουλάχιστον θα είμαστε ειλικρινέστεροι».
(«Πολιτεία», 1932, Παύλος Νιρβάνας)
«Την ώρα που αφήρεσαν από την ζωή μας προ δύο μηνών πρόκειται να μας την ξαναδώσουν σήμερα τα μεσάνυκτα.
Οι συμπολίται οι οποίοι σήμερα το βράδυ θα έχουν ορίση ως ώραν «για ν’ αρχίσουν οι γύροι» του πόκερ την μίαν μετά τα μεσάνυχτα, θα έχουν την ευχαρίστησιν να τους συνεχίσουν επί μίαν ώραν περισσότερον, χωρίς να παραβιάσουν την συμφωνία.
Εάν έχετε πάρη από την συμβίαν άδειαν εξόδου μέχρι του μεσονυκτίου, μπορείτε να αντιμετωπίσετε με κουράγιο την οργή της επιστρέφοντες στη μία. Δεν έχετε παρά να γυρίσετε μια ώρα πίσω τους δείκτας του ωρολογίου σας και να ισχυρισθήτε πως είσθε πιστός τηρητής του συντάγματος και των νόμων του κράτους.
Βάσανα θα έχετε μόνον αν τυχόν εκάματε την απερισκεψία να προσκαλέσετε σήμερα το βράδυ στο σπίτι σας φίλους. Προφασιζόμενοι την νέα ώρα δεν θα εννοούν να ξεκολλήσουν ως το πρωί.
Οι μόνοι που δεν θα καταλάβουν τίποτε από την αλλαγή θα είνε οι ερωτευμένοι που θα ευρίσκωνται μαζί αυτές τις ώρες, γιατί, ως γνωστόν, οι ώρες της ευτυχίας περνούν γρήγορα!».
(«Έθνος», 1932, «Μεφίστο»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com