Γιαννάκης: “Δεν περιμέναμε ποτέ ότι το 1987 θα γινόταν σύμβολο”

2017-06-14T13:28:13+00:00 2017-06-14T13:28:13+00:00.

Aris Barkas

14/Jun/17 13:28

Eurohoops.net

Το Eurohoops συνάντησε τον Παναγιώτη Γιαννάκη μία μέρα πριν την επέτειο των 30 χρόνων από τον θρίαμβο του Ευρωμπάσκετ και μίλησε για όσα συνέβησαν, για το τι σημαίνει σήμερα αυτό το ορόσημο και για το νήμα που ξεκινά από το 1987 και φτάνει μέχρι το Γιάννη Αντετοκούνμπο.

Tου Άρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net

Ακόμα και σήμερα είναι αδύνατο να κάνεις συνέντευξη με τον “Δράκο” και αυτή να μην διακοπεί από κάποιον που θέλει να του σφίξει το χέρι ή να βγάλει μια φωτογραφία μαζί του.

Ο εμβληματικός αρχηγός της Εθνικής του 1987 παραμένει αγέρωχος και αγαπητός τόσο, όσο και οι έντονες αναμνήσεις από το δεκαήμερο που άλλαξε το μπάσκετ στην Ελλάδα και αποτελεί ορόσημο – όχι μόνο αθλητικό – για την δεκαετία του 1980. Όπως σχολιάζει ο Παναγιώτης Γιαννάκης: “Αυτή η επιτυχία ακόμα βοηθά και δίνει κάτι στους Έλληνες. Μπορεί να είναι χαρά, μπορεί να είναι πίστη για τα προσόντα τους, για το ότι τελικά υπάρχουν παιδιά που μπορούν να ξεπεράσουν τα βουνά και αυτά που φαίνονται αδύνατα. Εμείς βρήκαμε αυτή τη πίστη τότε μέσα από σκληρή δουλειά και αλληλοσεβασμό. Αυτό προσέθεσε δύναμη στις ικανότητες του καθενός και αποτελεσματικότητα”.

Ο αλληλοσεβασμός και η σκληρή δουλειά είναι τα στοιχεία που πρέπει να υπογραμμίσετε και τελικά χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη ομάδα η οποία είχε αξιοθαύμαστη διάρκεια και για μια δεκαετία έμεινε στην ελίτ του παγκόσμιου μπάσκετ. Ακούγεται απλό, όμως δεν είναι. 

“Ποτέ δεν είναι εύκολο για τους Έλληνες. Κι επειδή όταν κάποιος είναι γείτονας σου σε επηρεάζει και επηρεάζεσαι από αυτόν, ούτε για τους Βαλκάνιους γενικότερα και τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Έχουν υπάρξει μεγάλες προσωπικότητες παιδιών, ταλαντούχων, που βρέθηκαν στη χώρα μας και σε άλλες χώρες που είχαν τότε μεγαλύτερες υποδομές στον αθλητισμό, όπως η ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Απέτυχαν, όμως, παταγωδώς όταν δεν είχαν πίστη ο ένας στην ικανότητα του άλλου, όταν δεν είχαν αλληλοσεβασμό και δεν είχαν ομάδα. Δεν μας έλειπε η νοοτροπία μόνο. Σίγουρα η υποδομή εκείνη την εποχή ήταν πολύ καλύτερη στις χώρες του τότε ανατολικού μπλοκ, ακόμα και στην Τουρκία. Απλά είτε το θέλουμε, είτε όχι, εμείς είχαμε και αυτό που έχουν και οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι. Δεν μας αρέσει να συνεργαζόμαστε, τα βλέπαμε όλα ατομικά. Συναγωνιζόμαστε τους συνεργάτες μας, ανταγωνιζόμαστε τους συμπαίκτες μας. Αυτό υπήρχε, έστω ενδόμυχα. Έτσι μεγαλώναμε”.

“Υπήρχε ταλέντο αλλά δεν έφτανε”

Το πρώτο που άλλαξε, λοιπόν, ήταν η νοοτροπία και η διαδικασία έπρεπε να ξεκινήσει από την αυτογνωσία.

“Αυτό άλλαξε στην πορεία του χτισίματος αυτής της ομάδας. Δεν είναι τόσο απλό. Δεν είμαστε ακόμα και τώρα μια χώρα που υπερτερεί τόσο σε ταλέντο, είσαι μια “ντριμ τιμ” που αν δεν τα καταφέρεις φέτος, θα τα καταφέρεις του χρόνου. Δεν έχουμε 50 παίκτες που τρέχουν, που σουτάρουν από τα… 50 μέτρα, που πηδάνε 10 μέτρα, ντριμπλάρουν σαν άνεμος που λέτε οι δημοσιογράφοι. Δεν είμαστε αυτοί. Η ομαδική δουλειά μας κάνει έτσι και με αυτό τον τρόπο βγαίνει μια αγωνιστική εικόνα ανθρώπων που έχουν τεράστιες ικανότητες, που συναγωνίζονται με την καλή έννοια ο ένας τον άλλο”.

Και μπορεί ο “ατομιστής” Βαλκάνιος να έχει πρόβλημα να συνεργαστεί, αλλά ταυτόχρονα έχει και το κίνητρο να δείξει ότι ποιος είναι, ειδικά όταν οι αντίπαλοι του είναι πραγματικά καλοί. 

“Κάποια παιδιά ήμασταν γυμνασμένα, κάποια άλλα δεν ήμασταν. Κάποιοι ήμασταν τεχνικά καλοί, κάποιοι άλλοι λιγότερο. Όταν μιλάμε, όμως, για Σοβιετική Ένωση και Γιουγκοσλαβία, μιλάμε για προδιαγραφές σημερινών ομάδων. Αυτές οι ομάδες είχαν βάθος ρόστερ, είχαν γκαρντ, ψηλούς, παιχνίδι κοντά στο καλάθι, σουτέρ, δημιουργούς, παίκτες ικανούς στο ένας εναντίον ενός. Είχαν τα πάντα. Αν κάτσει και δει εκείνα τα ρόστερ, όπως και της Ισπανίας, θα ήταν ομάδες που και σήμερα θα διεκδικούσαν το πρωτάθλημα Ευρώπης. Ίσως να ήταν καλύτερες από κάποιες σημερινές ομάδες”.

Επειδή, όμως, στον αθλητισμό χρειάζεται και η ικανότητα, η γενιά του 1987 ήταν αθλητικά πολύ μπροστά από την εποχή της, ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτή ήταν η βάση για μια προσπάθεια που ξεκίνησε το 1985 και κορυφώθηκε με τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί δύο χρόνια μετά. 

“Ναι ήμασταν μπροστά, υπήρχε το ταλέντο, αλλά δεν έφτανε. Έπρεπε να δουλέψουμε ομαδικά, έπρεπε το εγώ να μπει κάτω από το εμείς και έπρεπε ανάλογα με το παιχνίδι να το χειριστούμε σωστά. Είναι δεδομένο ότι είχαμε δείξει σημάδια καλής ομάδας από το παγκόσμιο του 1986. Το 1985 πετύχαμε μια τρομερή πρόκριση απέναντι σε μια Γαλλία που επίσης είχε πολύ καλή και αθλητική ομάδα. Κι όμως κάναμε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια μας μέσα στη Γαλλία, νομίζω ένα από τα καλύτερα που έχουν γίνει ποτέ σε προκριματικά. Η ικανοποίηση ήταν μεγάλη γιατί για πρώτη φορά είχαμε προκριθεί σε παγκόσμιο πρωτάθλημα, επομένως αυτό κάτι σήμαινε ήδη. Και όλα αυτά τα κάναμε χωρίς τον Παναγιώτη Φασούλα που τότε είχε πάει στο κολέγιο. Βασικός σέντερ ήταν ο Παναγιώτης Καρατζάς και το 1985 ήταν τα τελευταία ματς του Κοκολάκη. Δεν είχαμε, δηλαδή, τόσο γεμάτο ρόστερ στην Ισπανία, αλλά κάναμε ένα μεγάλο τουρνουά.

Το 1986 ο πολύς ο κόσμος δεν ήξερε ακόμα το μπάσκετ. Τότε άρχισε να παρακολουθεί. Με την δέκατη θέση δεν είπαμε “πω, πω τι κάναμε”, όμως δείξαμε τι μπορούσαμε να κάνουμε. Θεωρώ ότι οι Ισπανοί φίλαθλοι μας θυμούνται από τότε. Ήταν ένας προάγγελος. Το 1987 φυσικά δεν πιστεύαμε ότι μπορούμε να βγούμε πρώτοι, γιατί έχω ακούσει μέχρι και αυτό να συζητιέται, αλλά πιστεύαμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιονδήποτε αντίπαλο. Ήταν πια δεδομένο. Όταν χάσαμε το 1986 από τη Σοβιετική Ένωση που είχε τον Σαμπόνις, ήταν ένα ματς που κρίθηκε στο τέλος (σ.σ. τελικό σκορ 105-93 υπέρ των Σοβιετικών) και θυμάμαι την διαμαρτυρία των Ισπανών. Ο κόουτς απέσυρε τους βασικούς στα τελευταία πέντε λεπτά γιατί αυτή η νίκη δεν θα προσέθετε κάτι στη βαθμολογία μας και θέλαμε να κάνουμε οικονομία δυνάμεων.

Οι Ισπανοί, αν εμείς κερδίζαμε, με το τότε σύστημα είχαν πιθανότητες να μπουν στην τετράδα. Πάντα παίζαμε καλά εναντίον καλών ομάδων. Είχαμε κίνητρο”.

“Υπήρχε έντονη πολιτική σύγκρουση, όμως κάναμε τους Έλληνες να αγκαλιάζει ο ένας τον άλλο”

Για πρώτη φορά στο Ευρωμπάσκετ του 1987 η Ελλάδα άφησε πίσω της τον χαρακτηρισμό του “φτωχού συγγενή”. Σε ένα πεδίο, έστω αθλητικό, ο Έλληνας ξαφνικά ήταν αν όχι καλύτερος, τότε ισότιμος των καλύτερων. Και για πρώτη φορά υπήρξε μια ουσιαστική εξωστρέφεια μια ολόκληρης κοινωνίας, αλλά και ταυτόχρονα εθνική ανάταση την εποχή της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης των τότε κυρίαρχων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας.  Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος ότι ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος, ο οποίος ανακάλυψε τον τάφο του Φιλίππου, με άρθρο του στην εφημερίδα Βήμα παρομοίωσε την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ με την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Ναζί. 

“Δεν είχαμε καταλάβει τι σήμαινε κοινωνικά αυτό το Ευρωμπάσκετ. Ήταν κάτι που συνέβαινε κατά τη διάρκεια του τουρνουά. Ο κόσμος άρχισε να παρακολουθεί πολύ τα παιχνίδια. Υπήρχαν τεράστια κοινωνικά και πολιτικά θέματα, τα οποία πια οι Έλληνες έχουν ξεχάσει. Αν τους ρωτήσεις δεν θα σου πουν για αυτά, τους έχει συνεπάρει όλο αυτό το κλίμα, η αίσθηση ότι μπορούμε να πάμε ακόμα πιο ψηλά. Δεν περιμέναμε ποτέ ότι αυτό το τουρνουά θα γινόταν ένα σύμβολο. Αρχίσαμε κάτι να καταλαβαίνουμε όταν μετά το ματς με την Ιταλία, ο κόσμος έβγαινε έξω στο δρόμο για να μας συνοδεύσει όταν πηγαίναμε με το πούλμαν στο γήπεδο και για να μας αποχαιρετήσει όταν επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο.

Τότε καταλάβαμε την επιρροή που υπήρχε στην ελληνική κοινωνία. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια πολύ έντονη πολιτική σύγκρουση των Ελλήνων και όμως εκείνες τις ημέρες ο ένας αγκάλιαζε τον άλλο. Ήταν πρωτόγνωρο. Βοήθησε η ομάδα με τους χαρακτήρες που είχαμε, τον τρόπο που παίζαμε, με το ότι το μπάσκετ ήταν κάτι καινούριο, δεν ήταν κάτι τόσο διαδεδομένο και όλοι μας θεωρούσαν τα παιδιά τους.

Δεν ήμασταν σταρ, ήμασταν ο γείτονας τους, ο γιος τους, ο εγγονός τους, το παιδί τους. Αυτό έκανε ακόμα πιο έντονα τα συναισθήματα. Δεν ήμασταν η ελίτ της κοινωνίας και του αθλητισμού”.

Κι όμως στην Ελλάδα για πολλά χρόνια το μπάσκετ χαρακτηριζόταν άθλημα των λίγων και της ελίτ, κάτι που ειδικά εκείνη την εποχή δεν ίσχυε σε ό,τι αφορά το σκέλος της ελίτ. 

“Έτσι είχε περάσει από αυτούς που αντιμετωπίζουν τα σπορ, όχι τον αθλητισμό, με άλλο πρίσμα. Υπήρχε και κακό σε αυτό, αλλά μας έκανε και πολύ καλό. Τελικά είναι σπορ όλων των ανθρώπων. Απλά το μπάσκετ σε βοηθά να αναπτύξεις το μυαλό σου, την προσωπικότητα και το χαρακτήρα σου”.

Η αναγνώριση και η παρακαταθήκη

Εκείνο το καλοκαίρι για πρώτη φορά οι μπασκετμπολίστες έγιναν οι απόλυτοι σταρ. Ο Γιαννάκης θυμάται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. 

“Δεν το περίμενα αυτό. Ήταν πολύ ξαφνικό. Ήταν να πάμε στην Σίφνο με την γυναίκα, την κόρη μου και τον γιο μου μωρό. Μπήκα, λοιπόν, στο πλοίο για να πάμε διακοπές. Με κάλεσε ο καπετάνιος στη γέφυρα μόλις έμαθε ότι ήμουν επιβάτης, με ρωτούσε για το Ευρωμπάσκετ και φτάνουμε στο λιμάνι.

Ξαφνικά βλέπω την προβλήτα γεμάτη από κόσμο. Δεν πήγε καν το μυαλό μου ότι η αιτία ήμουν εγώ. “Εσένα περιμένουν”, μου είπε ο καπετάνιος. Ήταν όλη η κοινωνία του νησιού εκεί και περίμενε. Δεν μου είχε τύχει μέχρι τότε κάτι τέτοιο. Σίγουρα με τον Άρη ζούσαμε ήδη ωραίες στιγμές, αλλά αυτό που συνέβη εκείνο το καλοκαίρι ήταν παραλήρημα των Ελλήνων.

Και ήταν μια επιτυχία που είχε αντίκτυπο και στο εξωτερικό. Υπήρχαν ξένοι φίλαθλοι στους οποίους άρεσε όλη αυτή η ιστορία. Μια μικρή χώρα τα κατάφερε, την εποχή που η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία, της οποίας το πρωτάθλημα της ήταν τότε το “ΝΒΑ” της Ευρώπης, δεν διανοούνταν να κερδίσουν τους Σοβιετικούς”.

Και φυσικά ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί παρά να αφήνει και μια τεράστια κληρονομία.

“H παρακαταθήκη είναι πολλά πράγματα. Ακόμα και σήμερα ο κόσμος έχει ανάγκη από την αύρα που άφησε αυτή η ομάδα. Και ανάλογα πράγματα μπορούν να γίνουν και σήμερα. Γιατί ταλαντούχα παιδιά έχουμε. Μπορούμε να τα βοηθήσουμε να καταλάβουν τι σημαίνει εθνική ομάδα, το πόσο επηρεάζει τα μικρότερα παιδιά και επειδή  το μπάσκετ είναι ένα παιχνίδι που μοιάζει με τη ζωή και μας ταιριάζει, μπορούμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα για να τα θυμόμαστε στο μέλλον. Και να τα καταφέρουμε ακόμα καλύτερα. Ο λόγος που τελικά πετύχαμε ήταν ένας. Δεν ικανοποιούμασταν ποτέ από ό,τι είχαμε κάνει χθες και θέλαμε να κάνουμε κάτι περισσότερο την επόμενη μέρα. Αυτό τελικά είναι το επιμύθιο. Όταν σκέφτεσαι έτσι σαν άνθρωπος, είναι δεδομένο ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα δημιουργήσεις κάτι μοναδικό”.

“Μια μπάλα μπορεί να κάνει ένα παιδί ευτυχισμένο, αρκεί να τη μοιράζεται”

Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά δεν είναι. Αν δεν υπήρχε το 1987, δεν θα υπήρχε το 2005, η νίκη επί των ΗΠΑ το 2006 και σήμερα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.

“Ο Γιάννης είναι ένα παιδί που χαιρόμαστε που βρέθηκε στην Ελλάδα. Έχει απίστευτα προσόντα. Ήταν τυχερός γιατί βρέθηκαν συμπατριώτες μας δίπλα του που αγαπούν τους ανθρώπους και θέλουν να τους στηρίξουν. Υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι Έλληνες. Και τον βοήθησαν να γνωρίσει το σπορ, ενώ βρέθηκαν και προπονητές που τον στήριξαν. Τώρα είναι η δύσκολη στιγμή.

Είναι προδιαγεγραμμένο ότι ένα παιδί που δουλεύει τόσο σκληρά, που χαμογελά όλη την ώρα και έχει τέτοια προσόντα θα κάνει μια λαμπρή πορεία. Δεν φαίνεται ότι τον νοιάζουν τα χρήματα, θέλει να παίξει μπάσκετ, θέλει κάθε μέρα να κατακτήσει κάτι περισσότερο, να γίνει καλύτερος από χθες και μου αρέσει αυτό. Εύχομαι να βρει και τον τρόπο να βοηθήσει και τους άλλους να γίνουν καλύτεροι. γιατί τότε θα γίνει πραγματικός ηγέτης όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά και στη ζωή.

Νομίζω ότι αυτό είναι το δύσκολο πολλές φορές για ένα παιδί που ούτως ή άλλως έχει να δώσει τόσα πολλά στο σπορ”.

Η εθνική του 1987 είναι το ορόσημο, η πρώτη φορά η έμπνευση για όλους όσους στην Ελλάδα ασχολούνται με το μπάσκετ, έχοντας οποιονδήποτε όρλο. 

“Νομίζω ότι τα παιδιά αυτά είδαν την τότε εθνική ομάδα. Πιστεύω ότι θα καταλάβουν τι σημαίνει να παίζεις για την εθνική και να βοηθά ο ένας τον άλλο. Πρέπει και οι υπόλοιποι να τους δείχνουμε αυτό τον δρόμο. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, αν ένας μπαμπάς δεν φοράει ζώνη ασφαλείας όταν οδηγεί το αυτοκίνητο, δύσκολα ένα παιδί θα μάθει να τη φοράει. Πρέπει και εμείς να είμαστε άνθρωποι που δίνουμε το παράδειγμα”.

Και παρότι το παράδειγμα του 1987 δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο, δεν σημαίνει ότι θα λειτουργήσει αυτόματα για όλους. 

“Οι επιρροές πλέον είναι πάρα πολλές. Η πληροφορία έρχεται από παντού, οι πειρασμοί είναι τεράστιοι.

Τα παιδιά σήμερα είναι πάρα πολύ έξυπνα, αλλά βλέπετε τι γίνεται για παράδειγμα με τα social media. Kάποτε προσπαθούσαμε στις ομάδες να μην μαθαίνει κανείς τι συμβαίνει και τώρα ξαφνικά ο καθένας μεταδίδει πράγματα που στην ουσία θα τον κάνουν δυστυχισμένο. Φυσικά το ότι μπορείς να δεις πως παίζει ο τάδε σταρ, πως προετοιμάζεται, τι ζωή κάνει μπορεί να είναι θετικό. Αλλά χρειάζεται μεγάλη βοήθεια και συμπαράσταση από όλους μας.

Να πάμε εμείς στα παιδιά και όχι να περιμένουμε αυτά να έρθουν σε μας. Να καταλάβουν ότι μπορούν με υπομονή να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, τις χάρες που έχουν και τις χαρές που μπορούν να ζήσουν”.

Το 2005 στο Ευρωμπάσκετ μετά την νίκη στον ημιτελικό επί της Γαλλίας ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε πει ότι εντέλει το μήνυμα του αθλητισμού και των επιτυχιών του είναι πολύ απλό για κάθε παιδί. “Πάρε μια μπάλα και αυτή η μπάλα μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο”. Στην επέτειο των 30 χρόνων από τον θρίαμβο του 1987 αισθάνθηκε την ανάγκη να συμπληρώσει αυτή τη δήλωση. 

“Eίναι αλήθεια, αρκεί την μπάλα να τη μοιράζεται με το φίλο του. Γιατί θυμάμαι πιτσιρικάς, τότε που δεν είχαμε όλοι μπάλα, υπήρχαν παιδιά που έφερναν την μπάλα τους για να παίξουμε όλοι μαζί. Και υπήρχαν παιδιά που δεν την έδιναν σε κανέναν, έπαιζαν μόνοι τους για να έχουμε εμείς την επιθυμία να τους παρακαλέσουμε να παίξουμε με αυτή τη μπάλα. Ναι, είναι ωραίο να έχει ένα παιδί μια μπάλα, μπορεί αυτή η μπάλα να τον βοηθήσει ακόμα και να ανακαλύψει τον εαυτό του, αρκεί να την μοιράζεται με τον φίλο του, ή τους φίλους του. Αν μάθει να το κάνει αυτό, νομίζω ότι θα περάσει πολύ καλά”.

×