Του Aρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net
Όταν το 2015 o Βασίλης Σπανούλης και ο Νίκος Ζήσης αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την Εθνική, αφήνοντας πίσω τους μόνο τον Γιάννη Μπουρούση από την παλιά φρουρά των τελευταίων επιτυχιών, το άστρο του Γιάννη Αντετοκούνμπο μόλις ανέτειλε και μια γενιά που είχε κατακτήσει την Ευρώπη σε επίπεδο εφήβων ήταν η εγγύηση για την συνέχεια του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος.
Μια δεκαετία μετά, η γενιά των πρωταθλητών Ευρώπης Εφήβων το 2008 και Νέων το 2009 εκπροσωπείται για τελευταία πιθανότατα φορά από τον αρχηγό Κώστα Παπανικολάου και τον Κώστα Σλούκα, δύο εμβληματικούς για το ελληνικό μπάσκετ παίκτες που όμως δεν έχουν καταφέρει να κατακτήσουν μια διάκριση με την εθνική σε επίπεδο ανδρών.
Μαζί τους και ο Γιάννης, πρωταθλητής του ΝΒΑ, χωρίς συζήτηση πλέον μέσα στους καλύτερους 4-5 παίκτες του κόσμου και δεδομένα μελλοντικό μέλος του “Hall of Fame”.
Για αγωνιστικούς λόγους που έχουν υπεραναλυθεί και εντέλει έχουν να κάνουν κυρίως με την απουσία των αμυντικών τριών δευτερολέπτων στο μπάσκετ της FIBA και την αδυναμία της Εθνικής να βάλει τα σουτ όταν πρέπει, η επιτυχία παρά την παρουσία του “Greek Freak” δεν έχει έρθει.
Κι ως συνήθως η φτώχια φέρνει γκρίνια, ειδικά όταν το τελευταίο μετάλλιο απέχει πλέον 16 χρόνια.
H γκρίνια αυτό το καλοκαίρι ξεπέρασε κατά πολύ τα όσα ακούγονταν τα τελευταία χρόνια. Είναι προφανές ότι αρκετός – ελπίζω όχι πολύς – κόσμος στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και τα αδέρφια του τιμούν το εθνόσημο.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι ένας τέτοιος σταρ χρειάζεται ειδική διαχείριση σε όλα τα επίπεδα και παρότι η ΕΟΚ επιτέθηκε στα ΜΜΕ για τα όσα γράφτηκαν, κι όντως κάποια ήταν ανακριβή, θα μπορούσε να είχε και η ίδια κινηθεί με περισσότερη διαφάνεια σε ένα εξαιρετικά λεπτό θέμα, τις λεπτομέρειες του οποίου αποκάλυψε το Eurohoops.
Δεν χρειάζεται να εξηγηθεί περαιτέρω ότι ο Παναθηναϊκός έχει κόντρα με την ομοσπονδία μπάσκετ και αυτό ακουμπά και την Εθνική, ως συνήθως όχι τόσο εντός ομάδας, όσο στις αντιδράσεις του κόσμου, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν και με τον Ολυμπιακό.
Όμως όλα αυτά είναι τα δέντρα και όχι το δάσος.
Παρότι οι απουσίες του Γιώργου Παπαγιάννη και του Νίκου Ρογκαβόπουλου είναι σημαντικές – και ειδικά η περίπτωση του δεύτερου είναι ένα άλλο ξεχωριστό κεφάλαιο – είναι προφανές ότι η επόμενη γενιά των Ελλήνων παικτών προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά για το αν μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στο πολύ υψηλό επίπεδο. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο Θανάσης Αντετοκούνμπο με το σπαθί του μετά από απουσία ενός χρόνου κι αφού κλήθηκε την τελευταία στιγμή απόντος του Νεοκλή Αβδάλα, τελικά βρέθηκε στο ρόστερ χάρη σε όσα έδειξε στα φιλικά.
Το πρόβλημα στην παραγωγή αθλητών υψηλού επιπέδου είναι ένας πολύ σημαντικότερος λόγος για να γίνει κριτική στην ομοσπονδία, ακόμα και στο συνολικό οικοδόμημα του ελληνικού μπάσκετ, από όσα μέχρι τώρα ακούγονται.
Και το σημερινό ρόστερ, όπως και η εικόνα της ομάδας στα φιλικά, δεν απέχει πολύ από όσα έδειξε πριν ένα χρόνο στο Παρίσι, ένα σύνολο σκληρό μεν, που λογικά θα φτάσει στους “8” αλλά αυτό μοιάζει να είναι και το ταβάνι του.
Αυτό που δεν θυμούνται οι περισσότεροι είναι ότι ανάλογη ήταν και η ατμόσφαιρα το 2005, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όπου η Ελλάδα είχε βρεθεί στην πέμπτη θέση και κανείς δεν πίστευε ότι τα μέλη της – που στη συνέχεια κυριάρχησαν στο ευρωπαϊκό μπάσκετ – μπορούν να φτάσουν στη κορυφή.
Δυστυχώς, αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά με το τότε, ότι δηλαδή ο μέσος όρος ηλικίας της ομάδας και ειδικά των παικτών που αποτελούν τον πυρήνα της, ξεπερνά τα 30, ενώ τότε η Εθνική είχε ανανεωθεί ριζικά το 2004.
Εκ των υστέρων, το προηγούμενο Ευρωμπάσκετ και η περιβόητη ήττα στα προημιτελικά από τη Γερμανία είναι μέχρι τώρα η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία της εποχής Γιάννη για έναν τίτλο.
Για αυτό το λόγο, το κατά πόσο αυτή η θεωρητικά περιορισμένων δυνατοτήτων εθνική μπορεί να τρυπήσει το ταβάνι της στο Ευρωμπάσκετ του 2025, μένει να αποδειχθεί στο παρκέ.
Για την ακρίβεια αυτή πιθανότατα είναι η τελευταία ευκαιρία, αφού ο Γιάννης στην επόμενη μεγάλη διοργάνωση, το παγκόσμιο κύπελλο του 2027, θα είναι 32 ετών, κι από το ρόστερ του Ευρωμπάσκετ 2025 μόνο ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης, ο Αλέξανδρος Σαμοντούροφ και οριακά ο Κώστας Αντετοκούνμπο δεν θα είναι 30άρηδες.
Ο Λούκα Ντόνσιτς στα 26 του βρίσκεται ήδη στον άχαρο ρόλο που επί χρόνια έπαιζε ο Ντιρκ Νοβίτσκι στη Γερμανία και δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο για τους Σλοβένους. Η μοναξιά του Ντόνσιτς είναι δεδομένη για το παρόν και πολύ δύσκολα αυτό θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον
Ας φροντίσουν, λοιπόν, όλοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και κυρίως υπεύθυνοι, ο Γιάννης να μη βιώσει, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό, την “εθνική μοναξιά” το 2027, αν έχουμε προκριθεί στο παγκόσμιο κύπελλο.
Όσο για το παρόν, επειδή μπορεί εντός συνόρων όπως είπε ο κόουτς Σπανούλης “στις νίκες να πηγαίνουμε για μετάλλιο και στις ήττες να καταστρεφόμαστε”, αλλά εκτός κανείς δεν υποτιμά την Ελλάδα στο παρκέ, οι ίδιοι οι παίκτες οφείλουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που έχουν, πρώτα και πάνω από όλα για τους ίδιους.
Στα τελευταία Power Ranking της FIBA, άλλωστε, η Ελλάδα σκαρφάλωσε στην τέταρτη θέση, πράγμα όχι απαραιτήτως καλό, όπως είπε και ο Σπανούλης με αφορμή ερώτηση για το που τελικά θα καταλήξει η Εθνική στη διοργάνωση: “Θα προτιμούσα να υπάρχει κριτική ότι δεν πάμε πουθενά. Γιατί ο Έλληνας μόνο έτσι πετυχαίνει, δυστυχώς αυτή είναι η ράτσα μας. Πάντα πετυχαίνουμε όταν κανείς δεν μας πιστεύει”.
Και για τους πραγματικά μεγάλους, μεγαλύτερο κίνητρο από την αμφισβήτηση ή το να νοιώσουν ότι έχουν την πλάτη στον τοίχο δεν υπάρχει…